στομώσῃ

στομώσῃ
στομώσηι , στόμωσις
hardening of iron
fem dat sg (epic)
στομόω
muzzle
aor subj mid 2nd sg
στομόω
muzzle
aor subj act 3rd sg
στομόω
muzzle
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στόμωση — η / στόμωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στομῶ / ώνω] η σκλήρυνση τού σιδήρου ή σιδερένιων εργαλείων με βύθισή τους σε κρύο νερό, ενώ είναι πυρακτωμένα, η μεταβολή τους σε χάλυβα, βαφή, βάψιμο, ατσάλωμα («στόμωσις πελέκεως», Πλούτ.) αρχ. 1. διάνοιξη οργάνου τού …   Dictionary of Greek

  • στόμωση — η άμβλυνση της κόψης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάψιμο — το (Μ βάψιμο[ν]) το να βάφει κανείς κάτι νεοελλ. 1. ψιμυθίωση, φτιασίδωμα, καλλωπισμός προσώπου 2. σκλήρυνση, στόμωση σιδερένιου αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < έβαψα (αόρ. του βάφω) < βάπτω] …   Dictionary of Greek

  • βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”